Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016

topioΤώρα εἶναι
ὁ καιρὸς
τῆς χάρης,
τώρα εἶναι
ἡ ἡμέρα
τῆς σωτηρίας.


(Β´ Κορ. στ´ 1-10)
Αδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς – λέγει γάρ· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι»· ἰδοὺ νῦν «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», ἰδοὺ νῦν «ἡμέρα σωτηρίας» – μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτͺῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Αδελφοί, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ καθὼς εἴμαστε, σᾶς παρακαλοῦμε νὰ μὴν ἀφήσετε νὰ πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δεχτήκατε, γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει· Στὸν καιρὸ τῆς χάρης σὲ ἄκουσα, καὶ τὴν ἡμέρα τῆς σωτηρίας σὲ βοήθησα. Νά, τώρα εἶναι ὁ καιρὸς τῆς χάρης, τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Κανένα πρόσκομμα δὲν φέρνουμε σὲ κανένα, γιὰ νὰ μὴ δυσφημηθεῖ τὸ ἔργο μας. ᾿Αντίθετα, μὲ κάθε τρόπο συσταίνουμε τὸν ἑαυτό μας ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ· μὲ τὴ μεγάλη ὑπομονή μας, μὲ τὶς θλίψεις, μὲ τὶς δυσχέρειες, τὶς στενοχώριες, τὶς κακοποιήσεις, τὶς φυλακίσεις, τὶς ἐναντίον μας ἐξεγέρσεις, τὶς ταλαιπωρίες, τὶς ἀγρύπνιες, τὴν πείνα. Συσταίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν ἐντιμότητα, τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας, τὴν ἀνεκτικότητα, τὴν καλοσύνη, τὴ φώτιση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μὲ τὸ κήρυγμα γιὰ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ ὅπλα τῆς σωτηρίας τὰ ἐπιθετικὰ καὶ τὰ ἀμυντικά. Δοκιμάζουμε δόξα καὶ ἀτίμωση, δυσφήμηση καὶ ἔπαινο. Μᾶς θεωροῦν λαοπλάνους, καὶ ὅμως λέμε τὴν ἀλήθεια· μᾶς ἀγνοοῦν καὶ ὅμως γινόμαστε γνωστοί· φτάνουμε στὸν θάνατο, καὶ νά ποὺ ζοῦμε· μᾶς βασανίζουν, ἀλλὰ δὲν πεθαίνουμε· μᾶς προξενοῦν στενοχώριες κι ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε· εἴμαστε φτωχοί, κάνουμε ὅμως πολλοὺς νὰ πλουτίσουν· τίποτα δὲν ἔχουμε καὶ τὰ πάντα κατέχουμε.