Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

ΕΤΣΙ ΓΕΜΙΖΕΙ Η ΨΥΧΗ ΜΕ ΟΥΡΑΝΙΑ ΔΟΞΑ!


Ὅταν βρισκόμαστε μέσα σὲ ἕναν ὡραῖο Ναὸ πόσο συγκινούμαστε! Πόσο κατανυσ­σόμαστε καὶ ἐμπνεόμαστε! Γύρω μας οἱ πρωτότοκοι ἀδελφοί μας. Μπροστά μας στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν καὶ πλῆθος Ἀγγέλων. Ἀπὸ ἐπάνω μας βλέπουμε τὸν Παντοκράτορα. Στὸ κέν­τρο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ὁ φρικτὸς Γολγοθᾶς: ἡ Ἁγία Τράπεζα. Καὶ ὅταν τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, τὴν πιὸ ἱερὴ στιγμή, ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς καὶ κατέρχεται τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ μεταβάλλει σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ τὰ δῶρα μας. Παρὼν λοιπὸν καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ ἀναστημένο καὶ δοξασμένο Του σῶμα. Παρούσα ὅλη ἡ Ἐκκλησία.


Τὸ ἔχουμε σκεφθεῖ ὅμως ὅτι καὶ καθένας ἀπὸ μᾶς τοὺς πιστούς, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνας ἔμψυχος καὶ ζων­τανὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ, ἀνώτερος καὶ ἱερότερος ἀπὸ κάθε ὑλικὸ ἀλλὰ ἄψυχο Ναὸ τοῦ Θεοῦ; Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν ὑπενθυμίζει ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἐμᾶς. «Οὐκ οἴδατε», ἐρωτᾶ, «ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α΄ Κορ. γ΄ 16). Δὲν γνωρίζετε ὅτι εἶστε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι μέσα σας κατοικεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ τὴ μελετήσουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, γιὰ νὰ δοῦμε καὶ τὶς συνέπειες ποὺ δημιουργεῖ στὴ ζωή μας.

Ὁ ἄνθρωπος καὶ μόνο αὐτὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἐπίγεια δημιουργήματα, ἐπειδὴ πλάστηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Δημιουργοῦ του, μπορεῖ νὰ ἀναζητεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἔχει κοινωνία μαζί Του. Ἀκριβῶς δὲ σ’ αὐτὴ τὴ δυνατότητα καὶ προσπάθειά του νὰ ἐξομοιώνεται κατὰ δύναμιν καὶ νὰ κοινωνεῖ μὲ τὸν Κύριο, βρίσκεται τὸ μυστικὸ τῆς εὐτυχίας του. Ἀποσπάστε ἕνα παιδάκι ἀπὸ τὴ μητρικὴ ἀγκαλιὰ καὶ δῶστε του ὅσα παιχνίδια καὶ δῶρα θέλετε. Θὰ κλαίει καὶ δὲν θὰ αἰσθάνεται εὐτυχισμένο. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἔξω ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, εἶναι δυστυχής.

Μὲ τὴν πτώση μας στὴν ἁμαρτία χάσαμε αὐτὴ τὴν οὐσιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Δημιουργό μας Θεό. Οἱ ἁμαρτίες μας, λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, «διιστῶσι» (νη΄ [58] 3), ὀρθώνονται σὰν τεῖχος καὶ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μὲ τὴν ἔνσαρκή Του Οἰκονομία καὶ τὰ ἅγια Μυστήρια μᾶς χαρίζει πάλι τὸ ἱερὸ προνόμιο νὰ ἀποκτοῦμε στενὴ κοινωνία μαζί Του. Μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα ἐνδυόμαστε τὸν Χριστό. «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ΄ 27), ψάλλει τότε ἡ Ἐκκλησία. Καὶ μὲ τὴ θεία Κοινωνία δεχόμαστε μέσα μας τὸν Κύριο. Δὲν φιλοξενεῖται ἁπλῶς μέσα μας ὁ Κύριος, ὅπως στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ στὸ Ἅγιο Ποτήριο, ἀλλὰ ἑνώνεται μαζί μας. Μᾶς καθιστᾶ «κοινωνοὺς θείας φύσεως» (Β΄ Πέτρ. α΄ 4). Μᾶς θεώνει κατὰ Χάριν καὶ μᾶς γεμίζει μὲ ὅ,τι Ἐκεῖνος ἔχει, ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητά μας: ζωὴ αἰώνια, χαρὰ πλήρη καὶ τέλεια. Εἰρήνη βαθιὰ καὶ ἀναφαίρετη. Δόξα ποὺ εὐφραίνει καὶ γεμίζει τὴν ψυχή.

Πόσες φορές, ἀλήθεια, στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς μας δεχθήκαμε καὶ ὑποδεχθήκαμε τὸν Κύριο μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του! Ὁ λειτουργὸς μὲ τὸ χέρι του, σὰν ἄλλο Σεραφεὶμ μὲ τὴ μυστικὴ λαβίδα, μετέφερε τὸν οὐράνιο ἄνθρακα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ καθάρισε τὰ μολυσμένα μας χείλη καὶ τὴ γλώσσα, σὰν τὸν προφήτη Ἡσαΐα (βλ. Ἡσ. ς΄ 7).

Πῶς μπορεῖ κανεὶς μὲ λόγια νὰ περιγράψει αὐτὸ τὸ προνόμιο τὸ μοναδικό, ποὺ κρύβεται στὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου· «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε;»! Τὰ ὅσα ἀναφέραμε εἶναι πολὺ φτωχά. Τί μᾶς περιμένει ἀκόμη στὴν ἄλλη ζωή, ἀπὸ ὅσα «ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»!

Ἐδῶ στὴ γῆ παίρνουμε μιὰ ἀμυδρὴ εἰκόνα τῆς θεϊ­κῆς δόξας ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσσεται· τὴν λαμβάνουμε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, ποὺ ἀγωνίστηκαν νὰ κρατήσουν καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο τὸ ναὸ τῆς ὑπάρξεώς τους καὶ νὰ τὸν στολίσουν μὲ ἀρετή. Ἄλλων τὰ σώματα μένουν ἄφθαρτα. Ἄλλων μυροβλύζουν. Ἄλλων ἔχουν χαρίσματα ἰαμάτων.

Καταλαβαίνουμε ἀσφαλῶς ὅλοι μας μετὰ ἀπὸ αὐ­τά, ποιὸ εἶναι τὸ καθῆκον μας: νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ κρατᾶμε καθαρὸ αὐτὸ τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀβεβήλωτο. Γιατὶ μὲ μανία ὁ σατανᾶς προσπαθεῖ νὰ τὸν μολύνει. Ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν καθαρίζουμε, ὅποτε κάποιος μολυσμὸς σαρκὸς καὶ πνεύματος ἔρχεται νὰ ἀφαιρέσει κάτι ἀπὸ τὴν καθαρότητά του. Νὰ τὸν στολίζουμε μὲ κάθε ἀρετή. Καὶ νὰ ὑποδεχόμαστε συχνὰ μὲ ἀνάλογη προετοιμασία τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸν ποὺ εἶναι «τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης», γιὰ νὰ γεμίζει ἡ ψυχή μας μὲ τὰ οὐράνια δῶρα Του, καὶ γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε καὶ στὸν οὐρανὸ ὅσα «ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. β΄ 9).