Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ ΑΓΑΘΕ,ΤΙ ΠΟΙΗΣΑΣ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΩ;




«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας
ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;»
.
Νοσταλγὸς τῆς αἰωνιότητος ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, πλανᾶται στὰ μονοπάτια τῆς ζωῆς καὶ δὲν ἀναπαύεται, παρὰ μόνον ὅταν εὑρεθῇ πλησίον Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ μακαριότης.  Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν πλούσιον νέον, ποὺ ἦλθε σήμερον εἰς τὸν Κύριον καὶ ἐρωτᾷ μὲ ἐνδιαφέρον τί πρέπει νὰ κάμῃ διὰ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιον ζωήν.  Βλέπετε, τούς βαθύτερους πόθους τῆς ψυχῆς μας δὲν ἡμποροῦμεν νὰ τοὺς ἱκανοποιήσωμεν μὲ ὅ,τι μᾶς δίδει ἡ παροῦσα ζωή.  Δηλαδὴ μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, δόξαν, ἀπολαύσεις….. Ὅλοι μας ἔχομεν μέσα μας τὸν πόθον καὶ τὴν βαθεῖαν νοσταλγίαν τοῦ χαμένου παραδείσου, ἀλλά, συχνά, δέν ξέρομεν πῶς νὰ τὰ ἱκανοποιήσωμεν.
Ἄς ἴδωμεν, λοιπὸν, τί ἀπαντα ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτῆν τοῦ πλουσίου νεανίσκου.
.
1.«Τ ὰ ς   ἐ ν τ ο λ ὰ ς   ο ἶ δ α ς….»
Ξέρεις, τοῦ λέγει, τίς δέκα ἐντολές ποὺ ἔδωσεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους.  Καὶ ὁ Κύριος, διὰ νὰ τὸν διευκολύνῃ, τοῦ ἀπαριθμεῖ μερικάς. «Μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».
Ὁ νέος περιχαρὴς ἀπήντησεν: «Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχω τηρήσει ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια.  Σὲ τί ἄλλο ἀκόμη ὑστερῶ;»
Νὰ σταματήσωμεν, ἀγαπητέ μου ὀλίγον εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ.
Πρώτη, λοιπόν, προϋπόθεσις εἶναι ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, βέβαια, μία χονδροειδὴς καὶ ἐπιπόλαια ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος.  Δὲν φθάνει αὐτό.  Ὁ θεῖος νόμος ἔχει καὶ βάθος καὶ πλάτος ἀπέραντον.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀγκαλιάσῃ ὅλας τὰς ἐντολάς.  Εἰς ὅλη των τὴν ἔκτασιν.  Δὲν φθάνει, δηλ. νὰ μὴ σκοτώσῃ κανείς, ἤ νὰ μὴ κλέψῃ μεγάλα ποσά, ἤ νὰ μὴ διαπράξῃ ἀνηθικότητας, διὰ νὰ εἶναι ἐν τάξει μὲ τὸν Θεόν.
Δὲν φθάνει.  Καὶ πολλοὶ, δυστυχῶς, κάμνομεν αὐτὸ τὸ λάθος.  Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ δικαιώσωμεν τὸν ἑαυτόν μας, διότι δὲν ἐπέσαμε εἰς πολὺ σοβαρὰ παραπτώματα. «Τί ἔκαμα», σοῦ λέγει, «διὰ νὰ μετανοήσω; Εἶμαι καλὸς Χριστιανός, καλύτερος ἀπὸ τόσους ἄλλους».  Καὶ ὅμως ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι πολὺ εὐρήτερος ἀπὸ ὅ,τι νομίζομεν ἡμεῖς.
Ὑπάρχουν τόσα ἄλλα ἁμαρτήματα, ἐπίσης σοβαρά, ποὺ λησμονοῦμεν. Ὅταν εἰς τὰς συναλλαγὰς μας δὲν εἴμεθα ἀπολύτως δίκαιοι·  ὅταν δὲν φροντίζωμεν νὰ ἐπιτελοῦμεν τὸ καθῆκον μας μετὰ τῆς ὀφειλομένης προθυμίας καὶ ἀκριβείας· ὅταν ὡς γονεῖς δὲν καταβάλλωμεν τὰς ἀναγκαίας φροντίδας διὰ τὴν χριστιανικὴν διαπαιδαγώγησιν τῶν παιδιῶν μας· ὅταν οἱ διδάσκαλοι τῆς νεότητος ἀμελοῦν καὶ ἀδιαφοροῦν διὰ τὸν ἠθικὸν ἐξοπλισμὸν τῶν αὐριανῶν στελεχῶν τῆς κοινωνίας· ὅταν ὁ ἄλλος συκοφαντῇ καὶ διασύρῃ τὴν ὑπόληψιν τῶν ἀδελφῶν του· ὅταν δηλητηριάζεται ἔπειτα ἡ σενεργασία τῶν συνεργατῶν ἀπὸ τὴν πικρίαν καὶ τὴν χολὴν, ποὺ ξεχύνει ὁ Α ἤ ὁ Β, χωρὶς λόγον πολλὲς φορές· ὅταν τὰ παιδιὰ ἀδιαφοροῦν ἀδικαιολογήτως διὰ τὴν συντήρησιν τῶν γονέων, ὅταν.. ὅταν….., τί εἶναι αὐτά; Δὲν εἶναι παραβάσεις;
.
Πιθανὸν νὰ μὴ συνεπάγωνται δικαστικὴν δίωξιν· πιθανὸν νὰ μὴ φαίνεται, ὅτι ἔχουν ὡς συνέπειαν πληγὰς καὶ αἵματα.  Εἶναι ὅμως παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, βαρύταται συχνὰ, αἱ ὁποῖαι καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπον ἔνοχον καὶ ὑπόδικον ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ.
Παραβάσεις ἀκόμη εἶναι καὶ αἱ ἁπλαῖ παραλείψεις τῶν καθηκόντων. Ὁ Χριστιανικὸς νόμος εἶναι πολὺ εὐρύτερος ἀπὸ ὅσον νομίζουν πολλοί.
Ἠμπορεῖ νὰ μὴ ἔβλαψα ἀλλ’  ἄν δὲ σὲ ἀγαπῶ εἶμαι ἔνοχος. Ἠμπορεῖ νὰ μὴ σὲ κατηγορῶ· ἀλλὰ ἄν δὲν σὲ ὑπερασπίζωμαι, ὅταν οἱ ἄλλοι σὲ κατηγοροῦν ἀδίκως, εἶμαι ἔνοχος. Ἠμπορῶ νὰ μὴ σοῦ βάζω φωτιὰ στὸ σπίτι, ἀλλὰ ἄν δὲν πιάσω τὸ χέρι τοῦ ἐμπρηστοῦ, ἐνῷ μπορῶ, εἶμαι ἔνοχος καὶ συνένοχος.
Περιορίζομεν, λοιπόν, πολὺ τὸν κύκλον τῶν παραβάσεων καὶ στενεύομεν ὑπερβολικὰ τὴν ἔκτασιν τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.  Καὶ ὅμως, διὰ νὰ κατακτήσωμεν τὴν αἰωνιότητα, ἀπαιτεῖται πιστὴ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Πιστή.  Ναί. Ἀλλὰ καὶ ὡλοκληρωμένη. Εἴς ὅλα τὰ σημεῖα. Νὰ μὴ ὑπάρχῃ πουθενὰ ἀδυναμία.  Πουθενὰ ρωγμή. Ὁ Κύριος, αὐτὸ διέβλεψεν εἰς τὸν σημερινὸν νέον τοῦ Εὐαγγελίου.  Παρεδέχθη μέν, ὅτι εἶχε φυλάξει ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας τὰς ἐντολάς, ἀλλὰ ἤθελε νὰ τοῦ εἰπῇ, ὅτι δὲν ἦτο ὡλοκληρωμένη ἡ νίκη του.  Γι’ αὐτὸ συνέχισε:
 .
2. «Ἔ τ ι  ἕ ν  σ ο ι  λ ε ί π ε ι…»
Ναί, συμφωνῶ, ὅτι ἐτήρησες αὐτὰς τὰς ἐντολάς, πού σοῦ ἀνέφερα. Ἀλλὰ, ξέρεις, κάτι σοῦ λείπει, πού δὲν σὲ ἀφήνει νὰ ὁλοκληρώσῃς τελείως τὴν ἐφαρμογήν.  Πήγαινε, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου, μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχούς καὶ ἔπειτα ἀκολούθησέ με. Ἄλλους θησαυροὺς θὰ σοῦ χαρίσω τότε. Αἰωνίους.
«Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα».  Κρῖμα!  Εἶχε τηρήση τὰς ἐντολάς.  Δὲν εἶχεν ὅμως νικήσει τελείως τὸ κακόν.  Δὲν εἶχεν ἄλλα ἐλαττώματα.  Μίαν μόνον ἀδυναμίαν εἶχε.  Τὴν φιλοχρηματίαν. Ἡ καρδιά του ἦτο δεμένη ἐκεῖ. Ἔφθασε τὸ πάθος αὐτὸ νὰ τὸν καταστρέψῃ. Ἔχασε τὴν αἰωνιότητα, τὴν ὁποίαν ἐζήτησεν. Ἀπὸ ἕνα μόνον ἐλάττωμα.
.
Ἀδελφέ μου. 
Ἴσως ἀγωνιζόμεθα καὶ ἡμεῖς νὰ ἐφαρμόσωμεν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ.  Καὶ ἀπαλλασσόμεθα ἀπὸ συνήθειες τοῦ παρελθόντος.  Καὶ κόβομεν ἐλαττώματα.  Πολλά.  Καί μεγάλα.  Καί, αἴφνης, κάποια ἀδυναμία, κάποιο σχοινί, μᾶς κρατεῖ δεμένους μὲ τὸ παρελθόν, δὲν μᾶς ἀφήνει τελείως ἐλευθέρους.  Γιὰ τὸν ἕνα εἶναι ἡ φιλοχρηματία· γιὰ τὸν ἄλλον εἶναι ἡ φιληδονία καὶ ἡ ἀνηθικότης· γιὰ τὸν τρίτον εἶναι ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ ἀρχομανία· γιὰ τὸν τέταρτον ὁ φθόνος καὶ ἡ ζηλοτυπία·  γιὰ τὸν πέμπτον ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή.  Γιὰ τὸν ἄλλον κάτι ἄλλο…. Ἕνα σχοινάκι εἶναι. Ἄν τὸ κόβαμε!
Πόσες φορὲς πικραθήκαμε διὰ τὴν ἀδυναμία μας αὐτὴν !  Πόσα δάκρυα ἐχύσαμε !  Πόσες φορὲς ἐπήραμε τὸ ψαλίδι, τὴν ἀπόφασιν, νὰ ἀπαλλαγοῦμε, νὰ κόψωμεν αὐτὴν τὴν ἀδυναμίαν ! Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν… -ἀλλοίμονον! – μᾶς ἔπεφτε τὸ ψαλιδι ἀπὸ τὰ χέρια.  Δὲν εἴχαμε τὴν δύναμι.  Μᾶς νικοῦσεν ἡ συνήθειαν…. Μᾶς νικοῦσε…
Θέλομεν νὰ εἴμεθα καὶ μὲ τὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὴν ἀδυναμίαν.  Ὅπως ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν γίνεται ὅμως αὐτό.  Δὲν γίνεται. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6,24).  Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμεθα μὲ τὸ ἕνα πόδι στὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὸ ἄλλο στὴν ἁμαρτία. Ἄν δὲν κόψωμεν τὸ σχοινί, τὸ ἕνα, δὲν μᾶς ὠφελεῖ ὅτι ἐκόψαμε τὰ ἄλλα.
Διότι εἴτε μὲ ἕνα, εἴτε μὲ 100 σχοινιὰ εἶσαι δεμένος μὲ τὸ κακόν, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ ἴδιο· δεμένος πάντως εἶσαι, αἰχμάλωτος. «Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰάκ. β΄10), σημειώνει ὁ θεῖος Ἰάκωβος. Εἴς ἕνα νὰ πταίσῃς, εἶναι σὰν νὰ ἔπταισες εἰς ὅλα.  Εἶσαι παραβάτης εἰς ὅλα.  Καὶ ἡ ζημία εἶναι ἀφάνταστη.  Τρομερή !  Χάνει κανεὶς τὴν αἰωνιότητα.  Δηλαδὴ τὸ πᾶν. Ἔτσι συνέβη μὲ τὸν νεόν τοῦ Εὐαγγελίου.  Καὶ μὲ τόσους ἄλλους στὴ ζωή.  Δυστυχῶς, καὶ μὲ τόσους ἄλλους !
.
.
.
3. «Τ ὰ  ἀ δ ύ ν α τ α   π α ρ ὰ   ἀ ν θ ρ ώ π ο ι ς…»
Ὅταν ἔφυγεν ὁ νέος, λυπημένος διότι τοῦ ἐζητήθη μιὰ τέτοια θυσία, ὁ Κύριος εἶπε μὲ παράπονον: «Πόσον δύσκολον πρᾶγμα εἶναι νὰ κερδίσουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ χρήματος !  Εἶναι εὐκολώτερον πρᾶγμα νὰ περάσῃ μιὰ γκαμήλα ἀπὸ τὴν μικρὰν τρύπα, ποὺ ἀνοίγει μιὰ βελόνα, παρὰ νὰ εἰσέλθῆ ἕνας πλούσιος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Ἀλήθεια, δύσκολο πρᾶγμα νὰ νικήσῃ κανεὶς τὰ ἐλαττώματά του.  Νὰ κόψῃ τὸ σχοινί, εἴτε αὐτὸ λέγεται φιλοχρηματία εἴτε ἄλλη ἀδυναμία.  Βλέπετε, συνηθίζομεν ἔτσι. Χρόνια ὁλόκληρα. Ἔπειτα, μᾶς φαίνεται ἀκατόρθωτον. Αὑτὴν τὴν δυσκολίαν εἶδαν καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ νεανίσκου, καὶ εἶπαν: «Καὶ τίς δύναται σωθῆναι;»
Ποιός ἠμπορεῖ νὰ καυχηθῇ, ὅτι μὲ τὰς ἀσθενεῖς ἀνθρωπίνας δυνάμεις θὰ κατορθώσῃ νὰ σωθῇ; Χρειάζεται μεγάλη δύναμις, διὰ νὰ ὑπερπηδήσωμεν τὰ ἐμπόδια, νὰ νικήσωμεν τὰς ἀδυναμίας μας, νὰ κόψωμεν τὰ ἐλαττώματά μας ὅλα.
Δρόμος ἀνηφορικὸς καὶ δύσβατος καὶ γεμᾶτος ἐμπόδια καὶ χαράδρες καί κινδύνους εἶναι ἡ ζωή.  Καὶ τά χάνει ὁ ἄνθρωπος. «Τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν».  Αὐτὴν τὴν ἀπάντησιν ἔδωκεν ὁ Κύριος εἰς τὴν ἀνήσυχον ἐρώτησιν τῶν μαθητῶν. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεῖ, ἐνισχύει τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ ἐκεῖνο, ποὺ φαίνεται ἀκατόρθωτον εἰς τὴν ἀνθρωπίνην προσπάθειαν, ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νὰ ζητήσῃ τὴ βοήθεια τοῦ «ἰσχυροῦ βραχίονος» ὁλοψύχως. Ἔρχεται τότε ὁ Κύριος.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται δυνατός. Ἀπαλλάσσεται σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ δεσμά, κρύβει τὰ σχοινιά, ἐξαγιάζεται, σκορπᾷ γύρω του ἀγάπην καὶ καλωσύνην, παύει νὰ λατρεύῃ εἴδωλα, προχωρεῖ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς σταθερά, φθάνει εἰς τὴν κορυφὴν νικητής.
Ἔτσι ἐνίκησαν οἱ ἅγιοι, παλαιοὶ καὶ σύγχρονοι. Ἔτσι ἐκέρδισαν τὸν μεγαλύτερον ἀγῶνα εἰς τὴν ζωὴν οἱ μαχηταί.  Τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι κατέκτησαν τὴν αἰωνιότητα. Μὲ τὸν προσωπικόν των ἀγῶνα. Ἀλλά, κυρίως, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ (Φιλιπ. δ΄ 13), διακηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος.
Γεμάτη ἡ Ἐκκλησία μας ἀπὸ νικητάς, Ἀπὸ στεφανωμένους ἀγωνιστάς. Ὅλοι, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐπέτυχαν νὰ κατακτήσουν τὴν αἰωνιότητα.
Γιατί νὰ μὴ εἴμεθα καὶ ἡμεῖς μεταξὺ αὐτῶν; Ἠμποροοῦμεν.  Καὶ πρέπει νὰ εἴμεθα.  Θὰ εἶναι τρομερὸν νὰ χάσωμεν τὸ στεφάνι τῆς αἰωνιότητος. Θὰ εἶναι· τρομερόν !